Εγκαινιάζω αυτή την σειρά μικρών κειμένων στην ειδησεογραφική πύλη laimitomos.com για ενημέρωση του κοινού για ζητήματα που αφορούν την σχέση δικηγόρων και πελατών.

Ένα από τα ζητήματα που μας απασχολούν στην καθημερινή δικηγορική πρακτική, είτε πρόκειται για εξωδικαστηριακές υποθέσεις είτε για μάχιμη δικηγορία εντός των αιθουσών των  δικαστηρίων, είναι η σχέση μας με τον πελάτη. Είναι – ίσως – από τα πλέον κομβικά σημεία αφού από αυτήν εξαρτώνται πολλά όσο αφορά την επιτυχή έκβαση μιας υπόθεσης. Η διατήρηση αυτής της σχέσης στηρίζεται πρωτίστως στην εμπιστοσύνη που δημιουργείται μεταξύ των δύο συνεργατών. Διότι ο πελάτης θα πρέπει να εκλαμβάνεται από τον δικηγόρο ως συνεργάτης σε μια υπόθεση που θα πρέπει να καταλήξει κάπου, τουλάχιστον σε ένα επιθυμητό σημείο και επίπεδο.

Ο δικηγόρος οφείλει να έχει πάντοτε υπόψη ότι υπηρετεί τη δικαιοσύνη και συνεργάζεται στην απονομή της. Αυτή θα πρέπει να είναι η κύρια και μοναδική φιλοσοφία του δικηγόρου. Όταν ο δικηγόρος, συγκροτημένα και χωρίς βλέψεις για άλλα οφέλη, μπορεί να συνεργαστεί με τον πελάτη του με γνώμονα την δικαιοσύνη τότε θα υπάρχει και μια υγιής σχέση. Από την άλλη, «ο δικηγόρος έχει υποχρέωση να ανταποκρίνεται στον ρόλο και στην αποστολή του η οποία του δημιουργεί καθήκοντα και πολλαπλές υποχρεώσεις απέναντι στα Δικαστήρια και στον πελάτη» (Κώδικας Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος, Ελλάδα).

Μια σημαντική διάταξη, άλλωστε, του κυπριακού κώδικα δεοντολογίας (υπάρχει δημόσια αναρτημένος στην ιστοσελίδα Συλλόγου) αναφέρει το εξής: «Υπό την επιφύλαξη των κανόνων δικαίου και των κανόνων δεοντολογίας ο δικηγόρος έχει την υποχρέωση να υπερασπίζεται πάντα με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη του, ακόμη και σε σχέση με τα προσωπικά του συμφέροντα, αυτά του συναδέλφου του ή γενικότερα αυτά του επαγγέλματος». Άρα, είναι σημαντικό οι πελάτες να γνωρίζουν αυτές τις πτυχές της δεοντολογίας έτσι ώστε να νοιώθουν και οι ίδιοι πιο ασφαλείς. Από την άλλη, ο δικηγόρος θα πρέπει να ενημερώνει τους πελάτες του από την αρχή για τους τυπικούς κανόνες της συνεργασίας τους. Αυτό εννοείται δημιουργεί και για τους πελάτες υποχρεώσεις τις οποίες θα πρέπει να σέβονται και να τηρούν. Για παράδειγμα, η διάταξη 20 (3) του Κώδικα αναφέρει: «Ο δικηγόρος δεν δέχεται να αναλάβει υπόθεση αν γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι δεν έχει την απαραίτητη ικανότητα να την χειριστεί εκτός αν συνεργαστεί με άλλο δικηγόρο που έχει αυτή την ικανότητα. Στην τελευταία περίπτωση αυτό γίνεται μόνον με την έγγραφη συγκατάθεση του πελάτη». Αυτό σημαίνει ότι η ανάληψη υποθέσεως από δικηγόρο προϋποθέτει την απαραίτητη γνώση του αντικειμένου και σε καμία περίπτωση δεν απαγορεύεται η συνεργασία μεταξύ δικηγόρων. Αφού βέβαια δώσει την συγκατάθεσή του ο πελάτης.

Στο επόμενο κείμενο θα ασχοληθούμε με το θέμα του δικηγορικού απορρήτου.